Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔν τε θρόνοις εὐ

См. также в других словарях:

  • θρόνοις — θρόνον flowers embroidered on cloth neut dat pl θρόνος seat masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθακώ — ἐνθακῶ, έω (Α), ἐνθακεύω (Μ) [θακώ] κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι (α. «ὅταν θρόνοις Αἴγισθον ἐνθακοῡντ ἴδω», Σοφ.) β. «ἐνθακεύων τῷ θρόνῳ», Πρόδρ.) …   Dictionary of Greek

  • ενιδρύω — (AM ἐνιδρύω) ιδρύω σ έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.) μσν. εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.) αρχ. 1. μέσ. ενιδρύομαι χτίζω,… …   Dictionary of Greek

  • καλλιγάληνος — καλλιγάληνος, δωρ. τ. καλλιγάλανος, ον (Α) φρ. «πρόσωπα καλλιγάλανα» μορφές ωραίες και γαλήνιες, όμορφες μέσα στην ηρεμία τους («σὺ δὲ πρόσωπα νεαρὰ χάρισι παρὰ Διὸς θρόνοις καλλιγάλανα τρέφεις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γαλήνη] …   Dictionary of Greek

  • ρήγος — και ρέγος, ρήγεος, τὸ, Α 1. κάλυμμα κλίνης ή καθίσματος, ιδίως από μαλλί («ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ πορφύρεα καθύπερθ », Ομ. Οδ.) 2. (πιθ) ένδυμα, ρούχο 3. (κατά τού Ησύχ.) «ῥῆγος ράκος, περίστρωμα, σπάραγμα, προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»